Η μάχη κατά της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα λαμβάνει διαστάσεις θρίλερ, με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της ΑΑΔΕ να βάζουν στο στόχαστρο έναν γνωστό Έλληνα τράπερ, αναδεικνύοντας ένα σύνθετο σχήμα φοροαποφυγής πίσω από την αίγλη των celebrity.
Η Υπόθεση του Τράπερ: Από το Ελβετικό Ρολόι στην “Αστική” Απάτη
Η περίπτωση του αναφερόμενου τράπερ αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) αξιοποιεί την τεχνολογία και την ανάλυση δεδομένων για τον εντοπισμό αποκλίσεων μεταξύ δηλωθέντων εισοδημάτων και εμφανών δαπανών. Η “κόκκινη σημαία” υψώθηκε όταν καταγράφηκε η αγορά ενός ελβετικού ρολογιού αξίας 116.000 ευρώ, ποσό δυσανάλογο με τα επίσημα δηλωθέντα εισοδήματα του καλλιτέχνη. Αυτό το περιστατικό ενεργοποίησε έναν ειδικό αλγόριθμο που παρακολουθεί τις οικονομικές δραστηριότητες προσώπων υψηλής δημοσιότητας, όπως καλλιτέχνες, αθλητές και influencers, οι οποίοι συχνά κινούνται σε ένα “γκρίζο” πεδίο φορολογικών υποχρεώσεων.
Ο επακόλουθος, εξονυχιστικός έλεγχος έφερε στο φως ένα ευρηματικό, πλην παράνομο, σχήμα φοροαποφυγής. Ο τράπερ είχε ιδρύσει μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία (ΑΜΚΕ). Πρόκειται για νομική μορφή που, υπό προϋποθέσεις, τυγχάνει ευνοϊκότερης φορολογικής μεταχείρισης, ειδικά αν οι δραστηριότητες της έχουν κοινωφελή χαρακτήρα. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η ΑΜΚΕ λειτουργούσε ως “ασπίδα” για την απόκρυψη πραγματικών εισοδημάτων. Συγκεκριμένα:
- Η δισκογραφική εταιρεία του τράπερ μεταβίβασε τα πνευματικά του δικαιώματα, συνολικής αξίας άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, στην εν λόγω ΑΜΚΕ.
- Ενώ τυπικά αυτά τα ποσά θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για φιλανθρωπικές δράσεις ή κοινωφελείς σκοπούς, όπως προβλέπει η νομοθεσία για τις ΑΜΚΕ, στην πράξη διοχετεύονταν για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών του καλλιτέχνη.
- Οι δαπάνες αυτές περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την αγορά supercars, πανάκριβων αξεσουάρ, επώνυμων τσαντών και ρούχων υψηλής ραπτικής, στοιχεία που απροκάλυπτα έρχονται σε αντίθεση με τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα της εταιρείας.
Η Αντίδραση της ΑΑΔΕ και οι Επιπτώσεις
Όπως ανακοίνωσε επίσημα η ΑΑΔΕ, το συγκεκριμένο εταιρικό σχήμα είχε ως μοναδικό σκοπό την απαλλαγή του καλλιτέχνη από τις προβλεπόμενες φορολογικές του υποχρεώσεις. Η αποκάλυψη αυτή οδήγησε στην επιβολή φόρων και προστίμων που ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο ευρώ, ένα σημαντικό ποσό που επιβεβαιώνει την έκταση της φοροδιαφυγής.
Η υπόθεση δεν σταματά εδώ. Οι έρευνες της ΑΑΔΕ επεκτείνονται περαιτέρω, με στόχο:
- Τον πλήρη έλεγχο της συγκεκριμένης ΑΜΚΕ, ώστε να διαπιστωθεί η πλήρης έκταση των παράνομων δραστηριοτήτων της.
- Την εξέταση της δισκογραφικής εταιρείας που συνεργάζεται με τον τράπερ, προκειμένου να διερευνηθεί ο βαθμός εμπλοκής της και αν γνώριζε ή συνέπραττε στο σχήμα φοροαποφυγής.
- Την ανίχνευση εάν πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό ή αν το συγκεκριμένο μοντέλο φοροαποφυγής αποτελεί ευρύτερη πρακτική στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας και των celebrities. Η αποκάλυψη τέτοιων σχημάτων θέτει ερωτήματα για τη διαφάνεια των οικονομικών συναλλαγών στον χώρο του θεάματος και τη δυνατότητα άλλων προσώπων να έχουν ακολουθήσει παρόμοιες τακτικές.
Ευρύτερες Προεκτάσεις και το Μήνυμα της ΑΑΔΕ
Η υπόθεση του τράπερ αποτελεί ένα ισχυρό μήνυμα της ΑΑΔΕ προς όλους τους τομείς της οικονομίας, και ιδιαίτερα προς τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους υψηλόμισθους, ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί έχουν πλέον τη δυνατότητα να εντοπίζουν σύνθετα σχήματα φοροδιαφυγής. Η χρήση προηγμένων αλγορίθμων και η ανάλυση μεγάλων δεδομένων (Big Data analytics) ενισχύουν σημαντικά την ικανότητα των αρχών στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.
Αυτές οι ενέργειες της ΑΑΔΕ εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης. Η στόχευση προσώπων που προβάλλουν έναν τρόπο ζωής πολυτελείας δυσανάλογο με τα δηλωθέντα τους εισοδήματα, στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι κανείς δεν μπορεί να παρακάμπτει τους νόμους. Η υπόθεση αυτή αναμένεται να αποτελέσει δεδικασμένο για παρόμοιες περιπτώσεις και να οδηγήσει σε εντατικότερους ελέγχους στον χώρο των καλλιτεχνών, των αθλητών και των influencers, οι οποίοι συχνά αποκτούν μεγάλα ποσά από μη παραδοσιακές πηγές, όπως το YouTube, τα social media και οι χορηγίες.