Μια καλά οργανωμένη εγκληματική ομάδα, φερόμενη ως οικογένεια Ρομά με πλούσιο ποινικό μητρώο, φέρεται να βρίσκεται πίσω από μία μεγάλη απάτη με ανύπαρκτες χρυσές λίρες, αποσπώντας ποσά που ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο ευρώ από επιφανείς πολίτες.
Η Υπόθεση: Μια Κομπίνα Εκατομμυρίων με “Αόρατες” Χρυσές Λίρες
Η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, γνωστή και ως το «ελληνικό FBI», διερευνά μια περίπλοκη απάτη που έχει ως επίκεντρο την εικονική πώληση χρυσών λιρών, με τη συνολική ζημιά να υπολογίζεται σε πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ. Στο στόχαστρο των αρχών βρίσκεται μια οικογένεια Ρομά, με βεβαρημένο ποινικό μητρώο, η οποία φέρεται να έχει δράσει με πρωτοφανή μεθοδικότητα, στοχεύοντας αυτή τη φορά πρόσωπα με υψηλό κοινωνικό και οικονομικό προφίλ.
Οι φερόμενοι ως δράστες, εκμεταλλευόμενοι την αυξημένη ζήτηση και την ανοδική πορεία της τιμής της χρυσής λίρας στην αγορά, προσέγγιζαν τα θύματά τους υποδυόμενοι τους έμπειρους μεσάζοντες, ικανούς να διαθέσουν μεγάλες ποσότητες σε ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές. Η τακτική τους περιελάμβανε την παροχή λίγων γνήσιων λιρών ως δείγμα, μία κίνηση που είχε ως στόχο να εδραιώσει την εμπιστοσύνη των θυμάτων. Στη συνέχεια, αποσπούσαν τεράστια χρηματικά ποσά, χωρίς ποτέ να παραδώσουν τις υποσχόμενες ποσότητες χρυσού. Η δικογραφία που έχει σχηματιστεί περιλαμβάνει ήδη τρεις χαρακτηριστικές υποθέσεις θυμάτων, αναδεικνύοντας την έκταση και τη σοβαρότητα της απάτης.
Προφίλ Θυμάτων: Από Βιομηχάνους σε Πολιτικούς
Η έρευνα των αρχών φέρνει στο φως τρία σημαντικά περιστατικά που καταδεικνύουν την επιλογή των θυμάτων βάσει του κοινωνικοοικονομικού τους status:
- Ο Βιομήχανος: Ένας γνωστός βιομήχανος, με μακρά πορεία στον κλάδο της παραγωγής, φαίνεται να πείστηκε να καταβάλει σταδιακά το ποσό των 750.000 ευρώ για την αγορά μεγάλης παρτίδας χρυσών λιρών. Οι δράστες, όντας ενήμεροι για την οικονομική του επιφάνεια, κινήθηκαν μεθοδικά, παρουσιάζοντας εικονικά σενάρια αξιοπιστίας. Το αποτέλεσμα ήταν τα χρήματα να χαθούν, χωρίς ούτε μία λίρα να παραδοθεί ποτέ.
- Η Πολιτικός: Μια γυναίκα με πολιτικές φιλοδοξίες και δυνάμεις, έπεσε θύμα της απάτης μετά από πρόταση ενός παλιού της γνώριμου Ρομά, με τον οποίο είχε συνεργαστεί σε τοπικό επίπεδο. Αρχικά, οι πέντε γνήσιες λίρες που της έδωσαν ως δείγμα την έπεισαν να καταβάλει δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Ωστόσο, η έκπληξή της ήταν μεγάλη όταν, παραλαμβάνοντας ένα τσαντάκι που υποτίθεται πως περιείχε τις λίρες, ανακάλυψε ότι ήταν γεμάτο με κέρματα των 20 λεπτών, τυλιγμένα επιμελώς με μονωτική ταινία. Η ζημιά δεν ήταν μόνο οικονομική, αλλά και προσωπική και πολιτική, καθώς, όπως καταγγέλλει η ίδια, οι δράστες της δήλωσαν κυνικά πως «αυτό το κάνουν επαγγελματικά».
- Η Επιχειρηματίας από τη Μύκονο: Η τρίτη περίπτωση αφορά την ιδιοκτήτρια ξενοδοχείων, η οποία, μαζί με συγγενή της, παρέδωσε 175.000 ευρώ σε τρεις Ρομά για την αγορά 500 χρυσών λιρών. Και σε αυτή την περίπτωση, η τακτική των “μικρών δειγμάτων” χρησιμοποιήθηκε για να καλλιεργήσει την εμπιστοσύνη. Οι συναλλαγές, οι οποίες πραγματοποιούνταν σε διάφορα σημεία της Γλυφάδας, όπως εστιατόρια και χώροι στάθμευσης, οδήγησαν στην σταδιακή απώλεια του ποσού, χωρίς ποτέ να παραδοθούν οι λίρες. Η επιχειρηματίας, ωστόσο, είχε την πρόνοια να καταγράψει βίντεο και φωτογραφίες από τις συναντήσεις, υλικό που έχει ήδη παραδοθεί στις αρχές και αναμένεται να αποτελέσει κεντρικό αποδεικτικό στοιχείο.
Οργανωμένο Έγκλημα και Περαιτέρω Έρευνα
Η δικογραφία που σχηματίζεται αναδεικνύει μια οργανωμένη δράση, χαρακτηριζόμενη από επαγγελματισμό και θράσος. Οι απάτες αυτές δεν περιορίστηκαν σε αφελείς πολίτες, αλλά έφτασαν να πλήξουν άτομα με οικονομική ισχύ, κοινωνική αναγνώριση και δημόσια εικόνα. Οι αστυνομικές αρχές, βάσει των μέχρι τώρα στοιχείων, εκτιμούν ότι η υπόθεση ενδέχεται να μην περιορίζεται στα τρία γνωστά θύματα, αλλά να αφορά ένα ευρύτερο δίκτυο εγκληματικών συναλλαγών, με τις συνολικές ζημιές να ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο ευρώ. Η έρευνα της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με στόχο την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και τη σύλληψη όλων των εμπλεκομένων.
Η υπόθεση αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη για επαγρύπνηση και ιδιαίτερη προσοχή σε συναλλαγές που αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά και πολύτιμα αντικείμενα, καθώς το οργανωμένο έγκλημα προσαρμόζεται συνεχώς στις οικονομικές συνθήκες, αναζητώντας νέους τρόπους εξαπάτησης.