Κατσικάρης: Επιστροφή στην Ελλάδα και η Πρόταση της Ρεάλ Μαδρίτης

Κατσικάρης: Επιστροφή στην Ελλάδα και η Πρόταση της Ρεάλ Μαδρίτης

Ο Φώτης Κατσικάρης, ένας από τους πιο έμπειρους και αναγνωρισμένους Έλληνες προπονητές μπάσκετ, παραχώρησε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο podcast της Stoiximan GBL. Σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης, ο Κατσικάρης μοιράστηκε πολύτιμες εμπειρίες και διδάγματα από την πολύχρονη καριέρα του, η οποία εκτείνεται σε περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής. Η συνέντευξη αποτελεί μια βαθιά ανάλυση του ελληνικού και ευρωπαϊκού μπάσκετ, καθώς και μια προσωπική ματιά στην εξέλιξη ενός ανθρώπου που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο άθλημα.

Από τα πρώτα του βήματα στη Νίκαια και το σημαντικό δέσιμο με την ΑΕΚ, μέχρι τις συμβουλές που έλαβε από θρύλους του μπάσκετ όπως οι Κρέζιμιρ Τσόσιτς και Ντούσαν Ίβκοβιτς, την ειλικρίνεια του Γιώργου Γιατζόγλου και το προπονητικό ταξίδι που τον οδήγησε στην Ισπανία και το ΝΒΑ, ο Φώτης Κατσικάρης άγγιξε πληθώρα θεμάτων με ειλικρίνεια και πάθος.

Ακολουθούν αναλυτικά τα σημαντικότερα σημεία της συνέντευξης:

Για το ξεκίνημα της καριέρας του στη Νίκαια: «Ίσως ήταν καλύτερα που δεν ακολούθησα τον δρόμο του παππού μου, ο οποίος ήταν ρεμπέτης, ή της μητέρας μου, που ήταν τραγουδίστρια! Όταν ξεκίνησα το μπάσκετ, δεν ήταν επαγγελματικό άθλημα. Δεν είχα κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο ώστε να επενδύσω σε αυτό, και όταν πήγα στο κολέγιο στην Αμερική, δεν έπαιζα μπάσκετ, αλλά σπούδαζα οικονομικά. Όμως, όταν παρακολούθησα τον Παναγιώτη Γιαννάκη σε έναν αγώνα του Ιωνικού με τον Ολυμπιακό, μαγεύτηκα. Μάλιστα, ο Γιαννάκης ήταν ο πρώτος μου προπονητής, μου έδωσε μία φανέλα και έγραψε πάνω της το Νο5 με μαρκαδόρο!».

Για τη μεταγραφή του στην ΑΕΚ, τον καθοριστικό ρόλο του Κρέζιμιρ Τσόσιτς και την επιστροφή του στην ομάδα ως προπονητής: «Ήμουν σε ένα δίλημμα: να σταματήσω το μπάσκετ και να αφοσιωθώ στις σπουδές μου. Ο Τσόσιτς με είχε δει σε έναν αγώνα του Σπόρτιγκ με τον Πανιώνιο και μου είπε για πρώτη φορά τη λέξη “ρολίστας”. Τελικά, άφησα τις σπουδές μου, και για μήνες δεν μίλησα με τον πατέρα μου! Εκείνες τις εποχές, όταν μέναμε απλήρωτοι, στηριχθήκαμε στις δυνατές φιλίες και σε αυτό που αγαπούσαμε… Δεν ήθελα να φύγω από την ΑΕΚ το 1996. Μου φάνηκε σαν να μου χρύσωναν το χάπι όταν ο Γρανίτσας μου είπε ότι η πόρτα είναι πάντα ανοικτή, αλλά τελικά επέστρεψα ως προπονητής».

Για τη συνεργασία του με τον Ρολάντο Μπλάκμαν: «Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι είχαμε συμπαίκτη έναν θρύλο του ΝΒΑ, έναν All Star σαν τον Ρολάντο Μπλάκμαν… Τον είδαμε να κάνει μόνος του την πρώτη του προπόνηση στο κρύο γήπεδο “Γεώργιος Μόσχος” και δεν πιστεύαμε ότι ήταν τόσο απλός, δεκτικός και καθόλου απόμακρος. Μου είχε πει: “Φύγαμε με μια βάρκα από τον Παναμά για την Αμερική. Δεν ξεχνώ από πού προέρχομαι, και γι’ αυτό μπορώ να μιλήσω το ίδιο εύκολα με έναν άστεγο όσο και με τον πρόεδρο των ΗΠΑ”. Αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ».

Για τη μετάβαση από παίκτης σε προπονητής στην ηλικία των 31 ετών: «Είχα έναν τραυματισμό στο Ηράκλειο και άρχισα να βλέπω το μπάσκετ διαφορετικά, παρακολουθώντας τον κόουτς Γιώργο Καλαφατάκη. Είχα την τύχη να βρεθώ δίπλα σε σπουδαίους ανθρώπους, αρχικά με τον Τσόσιτς, μετά με τον Κώστα Πολίτη, τον Ίβκοβιτς και τον Σάκοτα. Ήταν μια νέα πρόκληση για μένα να μάθω ώστε να γίνω προπονητής… Ο “Ντούντα” ήταν αυστηρός, σπάνια χαλάρωνε και μου είχε πει: “Μιλάς καλά αγγλικά, είσαι έξυπνο παιδί με τα γυαλάκια σου, πρέπει να γίνεις τιμ μάνατζερ”. Όμως, σεβάστηκε την επιθυμία μου να γίνω κόουτς».

Για την ιστορική ανατροπή από 0-2 στους τελικούς με τον Ολυμπιακό και την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 2002 με την ΑΕΚ: «Χαλαρώσαμε μετά τις τιμωρίες του Ολυμπιακού και χάσαμε τα δύο πρώτα παιχνίδια. Ο Ολυμπιακός είχε φέρει σαμπάνιες στον τρίτο τελικό! Μειώσαμε σε 2-1 και μετά έγιναν… μαγικά πράγματα, με δύο χαμένες βολές του Τόμιτς και ισοφαρίσαμε τη σειρά. Στο 0-2, λέγαμε “κρίμα”, αλλά ο Δήμος Ντικούδης με πήρε τηλέφωνο στις 2 τη νύχτα, ενώ οδηγούσε μόνος του στην Αθήνα! Αποφασίσαμε να “κόψουμε” τον Κρις Καρ, ο οποίος είχε χαλάσει το κλίμα στην ομάδα, και πριν από το 5ο παιχνίδι λέγαμε “δεν το χάνουμε”!».

Για την σύντομη θητεία του (μόλις τρεις μήνες) στον Άρη Θεσσαλονίκης: «Έχω στεναχωρήσει στο παρελθόν φίλους του Άρη. Όταν με πήρε ο Γιάννης Δαμιανίδης, είχα απολυθεί από ομάδα στην Ισπανία και είχα πανικοβληθεί. Ήθελα να επιστρέψω άμεσα στην προπονητική, αλλά τότε δεν είχα την εμπειρία να το διαχειριστώ σωστά… Το τάιμινγκ ήταν λάθος με τον Άρη, γιατί δεν ήμουν 100% συνειδητοποιημένος, παρά τον σεβασμό μου προς το σωματείο. Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να επιστρέψω στην Ελλάδα στο μέλλον».

Για το τρέχον πρωτάθλημα της Stoiximan GBL: «Το ελληνικό πρωτάθλημα μπάσκετ έχει μεγάλο ενδιαφέρον φέτος, με κάθε παιχνίδι να είναι ένας “τελικός” για όλες τις ομάδες. Γίνεται πολύ καλή δουλειά σε ομάδες όπως η Καρδίτσα, για παράδειγμα. Ίσως το πρωτάθλημα να μην είναι τόσο ποιοτικό όσο στο παρελθόν, αλλά είναι σίγουρα ανταγωνιστικό και έχει παίκτες που κάνουν ακόμη και την Ισπανία να παρακολουθεί με ενδιαφέρον την Ελλάδα, την οποία σέβονται πολύ».

Για το «παραμύθι» της Μπιλμπάο Basket και το διπλό «όχι» στη Ρεάλ Μαδρίτης: «Δεν ήθελα να τελειώσει εκείνο το παραμύθι με την Μπιλμπάο το 2011, και για αυτό είπα όχι στη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο κόσμος έμαθε από το βιβλίο του Πάμπλο Λάσο ότι υπήρχε ενδιαφέρον και το 2014, αλλά τότε έτσι ένιωθα, δεν σκεφτόμουν αυτό που λέει ο κόσμος ότι “φεύγουν τα τρένα”. Ο γενικός διευθυντής της Ρεάλ Μαδρίτης μού λέει ακόμη και σήμερα ότι είμαι ο μόνος προπονητής που τους έχει αρνηθεί. Δεν είναι εύκολο να πεις όχι στη Ρεάλ Μαδρίτης…».

Για το αν θα έκανε κάτι διαφορετικά στην θητεία του ως προπονητής της Εθνικής Ελλάδος: «Ήταν όνειρό μου να κοουτσάρω την Εθνική ομάδα. Δεν το αλλάζω με τίποτα, ήταν η απόλυτη περηφάνια! Όμως, το 2014 ήμουν σε μια καλή περίοδο της προπονητικής μου καριέρας και εκείνη η απόφαση με πήγε πίσω. Μου έγινε πρόταση από την Μπασκόνια και τη Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω την Εθνική. Το πατριωτικό συναίσθημα ήταν πάνω από όλα, αλλά ως προπονητής, το τάιμινγκ δεν ήταν το καλύτερο για να αναλάβω την Εθνική».

Για τη σεζόν 2018-19 ως ασίσταντ κόουτς στους Γιούτα Τζαζ: «Είχα μια πολύ καλή πρόταση από τη Μάλαγα. Συζήτησα με τη σύζυγό μου, καθώς είχα όνειρο να ζήσω αυτή την εμπειρία και πιθανότατα να τελειώσω την προπονητική μου καριέρα στο ΝΒΑ, και για αυτό μου έδωσαν τριετές συμβόλαιο… Το ΝΒΑ είναι ένας άλλος κόσμος, και αν ήμουν νεότερος, ίσως να ήμουν ακόμη εκεί. Το επόμενο καλοκαίρι, ήρθε η πρόταση από την Γκραν Κανάρια, το μυαλό μου ήταν μπερδεμένο και ήθελα να γίνω ξανά πρώτος προπονητής».

Για το σημαντικότερο μάθημα που έλαβε ως παίκτης και προσπαθεί να μεταδώσει ως προπονητής: «Ο Νταγκ Κόλινς είχε πει: “Μάθε τον ρόλο σου, αποδέξου τον ρόλο σου και κυριάρχησε σε αυτόν”. Έπαιξα μπάσκετ με έναν συγκεκριμένο ρόλο, και αποδέχτηκα αυτόν τον ρόλο που μου άλλαξε ο Τσόσιτς. Ο Ουόκαπ στη Γερμανία σούταρε από παντού, αλλά όταν ήρθε στον Ολυμπιακό, άλλαξε ρόλο και έγινε σταρ σε αυτόν, σε μια ομάδα που διεκδικεί τίτλους. Αυτό έγινε παράδειγμα για μένα, και θέλω να το μεταδώσω στους παίκτες μου. Οι δικοί μου τίτλοι είναι η πρόκληση να πείσεις τον παίκτη να αλλάξει και να βελτιωθεί, και αυτό δεν φαίνεται σε ένα κύπελλο που θα σηκώσεις…».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ