Αντιδράσεις και έντονες συζητήσεις έχουν προκληθεί από τις πρόσφατες δηλώσεις της Πόλα Γουάιτ, στενής συνεργάτιδας του πρώην προέδρου Τραμπ.
Δήλωση Γουάιτ για το Ισραήλ και τον Παράδεισο
Η Πόλα Γουάιτ, γνωστή για τον ρόλο της ως πνευματική σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ, υποστήριξε σε συνάντηση με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, ότι η επίσκεψη στο Ισραήλ θα πρέπει να είναι “υποχρεωτική” για τους Χριστιανούς που επιθυμούν να εισέλθουν στον Παράδεισο. Η δήλωση αυτή, που έγινε σε μια περίοδο αυξημένης ευαισθησίας για τις θρησκευτικές ελευθερίες στην Μέση Ανατολή, πυροδότησε αμέσως αντιδράσεις.
Αντιπαράθεση για τις διώξεις χριστιανών στην Ιερουσαλήμ
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η Γουάιτ απέρριψε τις καταγγελίες για διώξεις χριστιανών στην Ιερουσαλήμ, χαρακτηρίζοντάς τες ως “ψευδή αφήγηση” υποκινούμενη πιθανώς από χώρες όπως το Κατάρ και το Ιράν. Όπως είπε, στόχος τέτοιων αναφορών είναι η δημιουργία διχασμού μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ο Νετανιάχου από την πλευρά του, διέψευσε κατηγορηματικά οποιαδήποτε δίωξη χριστιανών από το Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας τις αναφορές αυτές ως “fake news”.
Αντίθετες φωνές από εκκλησιαστικούς οργανισμούς
Ωστόσο, οι δηλώσεις της Γουάιτ έρχονται σε αντίθεση με τις ανησυχίες που έχουν εκφράσει διεθνείς εκκλησιαστικοί οργανισμοί σχετικά με τη στοχοποίηση του χριστιανικού πληθυσμού στα Παλαιστινιακά εδάφη. Ο Yousef Daher, συντονιστής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ) στην Ιερουσαλήμ, είχε τονίσει πως οι Χριστιανοί αισθάνονται ότι διώκονται στην περιοχή, αναφέροντας περιστατικά επιθέσεων σε κληρικούς και προσκυνητές, ιδίως κατά μήκος της ιστορικής διαδρομής της Via Dolorosa.
Ο Daher είχε αναφέρει ότι, παρά τις καταγγελίες και τα αποδεικτικά στοιχεία, η αστυνομία δεν έχει ανταποκριθεί ουσιαστικά, αναφέροντας τουλάχιστον 12-13 περιστατικά επιθέσεων σε εκκλησιαστική περιουσία μέσα σε ένα χρόνο, υπογραμμίζοντας πως υπάρχει “μίσος απέναντι στον χριστιανισμό”.
Αντιδράσεις και κριτική
Η δήλωση της Πόλα Γουάιτ σχετικά με την “υποχρεωτική” επίσκεψη στο Ισραήλ έχει προκαλέσει έντονη κριτική, με πολλούς να την κατηγορούν για εργαλειακή χρήση της θρησκείας και προσβολή της πίστης. Αν και η δήλωση δεν αποτελεί επίσημη θεολογική θέση, έχει προκαλέσει έντονη δυσφορία σε εκκλησιαστικούς και πολιτικούς κύκλους, και έχει ανοίξει εκ νέου τη συζήτηση για τις θρησκευτικές ελευθερίες και τις διαθρησκευτικές σχέσεις στην περιοχή.