Ο Ντόναλντ Τραμπ κλιμακώνει την αντιπαράθεσή του με τα μέσα ενημέρωσης, καταθέτοντας αγωγή-μαμούθ 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά των New York Times, κατηγορώντας τους για συστηματική εκστρατεία δυσφήμισης.
Η κλιμάκωση της σύγκρουσης: Αγώνας μεταξύ Τραμπ και NYT
Η σχέση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Τύπο υπήρξε, ανέκαθεν, τεταμένη, χαρακτηριζόμενη από συχνές λεκτικές επιθέσεις και κατηγορίες για «fake news». Ωστόσο, η πρόσφατη κίνησή του να καταθέσει αγωγή ύψους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά των New York Times, ενός από τα πιο εμβληματικά και επιδραστικά μέσα ενημέρωσης παγκοσμίως, σηματοδοτεί μια νέα, απρόβλεπτη διάσταση σε αυτήν την ήδη πολωμένη σχέση. Ο πρώην πρόεδρος, μέσω ανάρτησής του στο Truth Social τη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025, ανακοίνωσε την δικαστική του ενέργεια, υποστηρίζοντας ότι η ιστορική εφημερίδα διεξάγει εδώ και δεκαετίες μια «εκστρατεία λάσπης» εναντίον του και της οικογένειάς του. «Λένε ψέματα συνεχώς για τον αγαπημένο σας πρόεδρο (ΕΜΕΝΑ!)», δήλωσε χαρακτηριστικά, χρησιμοποιώντας τον γνωστό του επικοινωνιακό τόνο.
President Trump has filed a lawsuit against The New York Times. Read our statement and reporting on the suit below. pic.twitter.com/PZLRNBpexi
— NYTimes Communications (@NYTimesPR) September 16, 2025
Η αντίδραση των New York Times και οι επιπτώσεις στην ελευθερία του Τύπου
Η αντίδραση της εφημερίδας ήταν άμεση και κατηγορηματική, υπογραμμίζοντας την αποφασιστικότητά της να υπερασπιστεί τον ρόλο της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας. «Οι New York Times δεν θα εκφοβιστούν από τέτοιες τακτικές», δήλωσε εκπρόσωπος της εφημερίδας. «Θα συνεχίσουμε να αναζητούμε τα γεγονότα χωρίς φόβο ή προκατάληψη και να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των δημοσιογράφων να θέτουν ερωτήσεις εκ μέρους του αμερικανικού λαού, σύμφωνα με την Πρώτη Τροπολογία». Η ανακοίνωση της εφημερίδας τόνισε επίσης ότι «η αγωγή αυτή δεν έχει καμία νομική βάση και αποτελεί μια ξεκάθαρη προσπάθεια καταστολής και εκφοβισμού της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας». Αυτή η δήλωση αναδεικνύει τον κεντρικό πυρήνα του ζητήματος: την ελευθερία του Τύπου και το δικαίωμα των δημοσιογράφων να ερευνούν και να δημοσιεύουν πληροφορίες, ακόμη και όταν αυτές είναι δυσάρεστες για ισχυρούς παράγοντες.
Στο στόχαστρο και ο εκδοτικός κολοσσός Penguin Random House
Η νομική επίθεση του Τραμπ δεν περιορίζεται μόνο στους New York Times. Στο στόχαστρο μπήκε και ο εκδοτικός κολοσσός Penguin Random House, τον οποίο επίσης μήνυσε. Ο εκδοτικός οίκος απέρριψε κατηγορηματικά την αγωγή, δηλώνοντας: «Η αγωγή δεν έχει καμία βάση. Ο Penguin Random House στηρίζει το βιβλίο, τους συγγραφείς του και τις αξίες της Πρώτης Τροπολογίας που αποτελούν θεμέλιο του ρόλου μας ως εκδοτών». Η συγκεκριμένη κίνηση προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο στην στρατηγική του Τραμπ να αμφισβητήσει και να ελέγξει την αφήγηση γύρω από το πρόσωπό του.
Το επίμαχο δημοσίευμα και οι “ψευδείς ειδήσεις”
Η νομική εκστρατεία του Τραμπ φαίνεται να συνδέεται άμεσα με πρόσφατα δημοσιεύματα των New York Times που αναφέρονταν σε μια επιστολή με σεξουαλικά υπονοούμενα, η οποία φέρεται να είχε σταλεί από τον ίδιο στον Τζέφρι Έπσταϊν, τον διαβόητο χρηματιστή που είχε κατηγορηθεί για τη δημιουργία δικτύου σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων. Ο πρόεδρος ισχυρίζεται ότι η εφημερίδα διακινεί ψευδείς ειδήσεις για τον ίδιο, την οικογένειά του αλλά και για βασικά πολιτικά συνθήματα της εκστρατείας του, όπως το «America First» και το «MAGA». Η αγωγή έχει κατατεθεί στη Φλόριντα, μια πολιτεία που συχνά έχει συνδεθεί με τις πολιτικές δραστηριότητες του Τραμπ, αν και δεν έχουν δοθεί περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις νομικές της βάσεις.
Πολιτικές προεκτάσεις και το μέλλον της δημοσιογραφίας
Αυτή η νομική διαμάχη έχει σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, καθώς έρχεται σε μια περίοδο εντασικών προετοιμασιών για τις επερχόμενες εκλογές και εντείνει το κλίμα πόλωσης. Ο Ντόναλντ Τραμπ, γνωστός για την επιθετική του ρητορική και την τάση του να χρησιμοποιεί το δικαστικό σύστημα ως μέσο πίεσης, επιδιώκει, κατά πολλούς αναλυτές, να στείλει ένα μήνυμα τόσο στα μέσα ενημέρωσης όσο και στους πολιτικούς του αντιπάλους. Το αποτέλεσμα αυτής της αγωγής θα έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο για τους New York Times και τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά ενδεχομένως και για το νομικό πλαίσιο της συκοφαντικής δυσφήμισης στις Ηνωμένες Πολιτείες και, κατ’ επέκταση, για το μέλλον της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας. Η υπόθεση αυτή θέτει κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με το ποιος καθορίζει την “αλήθεια” και ποια είναι τα όρια της κριτικής έναντι της δυσφήμισης, ειδικά στην ψηφιακή εποχή.