Μία δήλωση της Ιταλίδας υφυπουργού Οικογένειας, Εουτζένια Ροτσέλα, έχει πυροδοτήσει σφοδρή πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση στην Ιταλία, αναδεικνύοντας πόσο εύθραυστη παραμένει η μνήμη του Ολοκαυτώματος και η ερμηνεία της ιστορίας σε ένα φορτισμένο πολιτικό σκηνικό.
Η αμφιλεγόμενη δήλωση και οι αντιδράσεις
Η κ. Ροτσέλα προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων χαρακτηρίζοντας τις σχολικές επισκέψεις στο Άουσβιτς ως απλές «εκδρομές», οι οποίες, κατά την άποψή της, «χρησιμοποιήθηκαν για να παρουσιαστεί ο αντισημιτισμός ως αποκλειστικά φασιστικό φαινόμενο». Αυτή η τοποθέτηση πυροδότησε άμεσα ποικίλες αντιδράσεις, καθώς:
- Η αντιπολίτευση, με επικεφαλής την Έλι Σλάιν του Δημοκρατικού Κόμματος, κάλεσε την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι να αποστασιοποιηθεί, τονίζοντας ότι ο σεβασμός στα θύματα του Ολοκαυτώματος δεν είναι πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης.
- Οι εβραϊκές κοινότητες και οργανώσεις επιζώντων καταδίκασαν ομόφωνα τη δήλωση ως «προσβολή της ιστορικής μνήμης» και υποβάθμιση του συμβολισμού των επισκέψεων.
- Η Λιλιάνα Σέγκρε, ισόβια γερουσιάστρια και επιζώσα του Άουσβιτς, εξέφρασε την έντονη απογοήτευσή της, υπογραμμίζοντας ότι οι επισκέψεις αυτές αποτελούν «την πιο ουσιαστική εμπειρία κατανόησης του τι σημαίνει Ολοκαύτωμα και απώλεια της ανθρωπιάς» για χιλιάδες νέους. Η Σέγκρε, η οποία έχει αφιερώσει τη ζωή της στην εκπαιδευτική διάδοση της μνήμης του Ολοκαυτώματος, τόνισε ότι τέτοιες πρωτοβουλίες είναι «αντίδοτο στη λήθη και στον αναθεωρητισμό».
Προσπάθεια ανασκευής και η συνέχεια της διαμάχης
Αντιμέτωπη με την οξύτατη κριτική, η υφυπουργός Ροτσέλα επιχείρησε να ανασκευάσει, κάνοντας λόγο για «παρερμηνεία των δηλώσεών της». Υποστήριξε ότι ποτέ δεν υποτίμησε τη σημασία των επισκέψεων μνήμης, αλλά εξέφρασε προβληματισμό για την ενσωμάτωσή τους στο σχολικό πρόγραμμα, κατηγορώντας παράλληλα την αντιπολίτευση για «εκμετάλλευση του θέματος για μικροπολιτικούς λόγους.»
Ανάλυση: Το πολιτικό διακύβευμα της ιστορικής μνήμης στην Ιταλία
Το επεισόδιο αναδεικνύει την ευαισθησία του θέματος της ιστορικής μνήμης στην Ιταλία, ιδιαίτερα όταν συσχετίζεται με την περίοδο του φασισμού και του Ολοκαυτώματος. Η δήλωση της κ. Ροτσέλα, στέλεχος μιας κυβέρνησης με ρίζες στην ιταλική δεξιά, εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης και διδασκαλίας της ιστορίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η προσπάθεια «σχετικοποίησης» του αντισημιτισμού, διαχωρίζοντάς τον από τον φασισμό, είναι μια ρητορική που έχει εμφανιστεί ξανά στο παρελθόν από διάφορες πλευρές του πολιτικού φάσματος, αλλά σπάνια από κυβερνητικούς αξιωματούχους. Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς ιστορικά ο φασισμός, αν και όχι εξ αρχής εξ ολοκλήρου αντισημιτικός, ενσωμάτωσε τον αντισημιτισμό με την επιρροή του ναζιστικού καθεστώτος, οδηγώντας στους φυλετικούς νόμους του 1938. Συνεπώς, η προσπάθεια αποσύνδεσης του φαινομένου από το φασιστικό πλαίσιο, έστω και ως “αποκλειστικό φαινόμενο”, μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή ιστορικού αναθεωρητισμού.
Η απουσία επίσημης τοποθέτησης από την κυβέρνηση Μελόνι καθιστά την υπόθεση ένα πολιτικό τεστ, καθώς η Ιταλία, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει δεσμευτεί στον σεβασμό των αρχών της αντιφασιστικής μνήμης και της καταδίκης του Ολοκαυτώματος. Η συγκεκριμένη δήλωση επαναφέρει στο προσκήνιο τη διαρκή ανάγκη για προσεκτική διαχείριση της δημόσιας ρητορικής, ειδικά όταν αφορά θέματα που αγγίζουν τις εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές της μνήμης και του αντιφασισμού.