Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναδιάρθρωσης του ομοσπονδιακού κράτους, προχωρά σε στοχευμένες μειώσεις προσωπικού σε διάφορους κυβερνητικούς τομείς. Αυτή η κίνηση, που υποστηρίζεται σθεναρά από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον σύμβουλό του, Έλον Μασκ, έχει ως στόχο τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και την αύξηση της αποδοτικότητας του κρατικού μηχανισμού, αποτελώντας κεντρικό πυλώνα της οικονομικής πολιτικής της δεύτερης θητείας.
Οι περικοπές αυτές επηρεάζουν ζωτικούς τομείς της δημόσιας διοίκησης. Ενδεικτικά, περισσότεροι από 1.000 υπάλληλοι του Υπουργείου Βετεράνων, του φορέα που είναι υπεύθυνος για την παροχή υπηρεσιών υγείας στους εν ενεργεία και απόστρατους στρατιωτικούς των ΗΠΑ, απολύθηκαν πρόσφατα. Επιπλέον, η Υπηρεσία Δασών ανακοίνωσε σχέδια για περικοπές που αγγίζουν τις 3.000 θέσεις, εξαιρουμένων των πυροσβεστών. Εντός 48 ωρών, ένας σημαντικός αριθμός υπαλλήλων ενημερώθηκε ηλεκτρονικά για τη λήξη της εργασιακής τους σχέσης, με τις απολύσεις να επεκτείνονται και σε άλλα υπουργεία και υπηρεσίες, όπως το Υπουργείο Παιδείας, η Διοίκηση Μικρών Επιχειρήσεων (SBA), η Γενική Διεύθυνση Υπηρεσιών (GSA) και το Γραφείο Προστασίας των Καταναλωτών (CFPB). Οι αμερικανικές πρεσβείες ανά τον κόσμο έχουν επίσης ενημερωθεί για επικείμενες μειώσεις προσωπικού, ενώ η ομάδα του Έλον Μασκ έχει θέσει στο μικροσκόπιο την Ομοσπονδιακή Φορολογική Υπηρεσία (IRS), εξετάζοντας πιθανές βελτιώσεις στην αποδοτικότητά της.
Η κυβέρνηση δικαιολογεί αυτή τη στρατηγική, επισημαίνοντας την ανάγκη περιορισμού του μεγέθους του ομοσπονδιακού κράτους και βελτίωσης της λειτουργίας του. Υποστηρίζει ότι με το εθνικό χρέος να υπερβαίνει τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2024 να εκτιμάται στα 1,8 τρισεκατομμύρια, η μείωση των δημοσίων δαπανών είναι επιτακτική. Ωστόσο, η πολιτική αυτή έχει πυροδοτήσει έντονες αντιδράσεις. Δεκατέσσερις πολιτείες έχουν προσφύγει στην ομοσπονδιακή δικαιοσύνη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του ρόλου του Έλον Μασκ, υποστηρίζοντας ότι του έχουν παραχωρηθεί υπερβολικές εξουσίες χωρίς την απαιτούμενη έγκριση από το Κογκρέσο. Η αμφισβήτηση επικεντρώνεται στη νομιμότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (DOGE) και στις ουσιαστικές αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περίπου 280.000 δημόσιοι υπάλληλοι είχαν προσληφθεί τα τελευταία δύο χρόνια και βρίσκονταν σε καθεστώς δοκιμασίας, γεγονός που διευκόλυνε την απόλυσή τους. Παράλληλα, στο Γραφείο Προστασίας των Καταναλωτών (CFPB), 70 έμπειροι ερευνητές, ειδικευμένοι σε υποθέσεις οικονομικών παρατυπιών, απολύθηκαν, ενώ 160 υπάλληλοι του Υπουργείου Παιδείας έλαβαν ειδοποιήσεις απόλυσης, με την κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι η παραμονή τους δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει επανειλημμένα εκφράσει την πρόθεσή του για την κατάργηση του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τον ρόλο και τη χρησιμότητά του. Πριν από την έναρξη των απολύσεων, περίπου 75.000 υπάλληλοι είχαν υποβάλει αίτηση εθελουσίας εξόδου, αντιπροσωπεύοντας το 3% του συνολικού αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Ο Έλον Μασκ, ως επικεφαλής της DOGE, έχει δεσμευτεί να μειώσει δραστικά τον αριθμό των 2,3 εκατομμυρίων δημοσίων υπαλλήλων στις ΗΠΑ, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να είναι αποφασισμένη να συνεχίσει με το σχέδιό της, παρά τις αντιδράσεις.
Καθώς οι απολύσεις συνεχίζονται, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των αλλαγών στη λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης παραμένουν αβέβαιες. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η δραστική μείωση του δημόσιου τομέα θα οδηγήσει σε δημοσιονομική εξυγίανση και αυξημένη αποδοτικότητα ή αν θα προκαλέσει σοβαρές δυσλειτουργίες και κενά στην παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών. Οι επόμενοι μήνες θα αποκαλύψουν τις πραγματικές συνέπειες αυτής της πολιτικής και τον αντίκτυπό της στην καθημερινότητα των πολιτών.