Στη δίνη μιας νέας πολιτικής αντιπαράθεσης βρίσκεται η χώρα, καθώς δηλώσεις που συνδέουν την αριστερή ιδεολογία με την «έλλειψη ελληνικότητας» αναζωπύρωσαν τις συζητήσεις περί διχασμού και πόλωσης. Το ζήτημα αναδεικνύει την εύθραυστη ισορροπία στον δημόσιο λόγο και τις προκλήσεις διατήρησης ενός εποικοδομητικού πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Η σπίθα που άναψε τη συζήτηση: Οι δηλώσεις Δρυμιώτη
Όλα ξεκίνησαν από τη δήλωση του πολιτικού αναλυτή Ανδρέα Δρυμιώτη σε τηλεοπτική εκπομπή, ο οποίος υποστήριξε ότι «το να είσαι Αριστερός έχει καταλήξει να μην είσαι Έλληνας». Η φράση αυτή, η οποία αναδημοσιεύτηκε άμεσα από την Ομάδα Αλήθειας της Νέας Δημοκρατίας με τη λεζάντα «Τα είπε όλα», πυροδότησε κύμα αντιδράσεων. Η Ομάδα Αλήθειας είναι μια διαδικτυακή πλατφόρμα που συνδέεται συχνά με την επικοινωνιακή στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος, αν και η επίσημη υπόστασή της και οι πηγές χρηματοδότησής της αποτελούν συχνά αντικείμενο συζήτησης και κριτικής.
Κυβερνητική τοποθέτηση και αντιπολιτευτικός ορυμαγδός
Η κεντρική κυβέρνηση, διά του υπουργού Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη, επιχείρησε να αποστασιοποιηθεί από τις επίμαχες δηλώσεις. Απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστου Γιαννούλη, ο κ. Γεωργιάδης δήλωσε κατηγορηματικά: «Όχι, δεν την εκφράζει η Νέα Δημοκρατία αυτή την άποψη». Τόνισε δε ότι ο κ. Δρυμιώτης «δεν είναι κομματικό στέλεχος, αλλά ένας Έλληνας πολίτης που έχει δικαίωμα να εκφράζει την προσωπική του γνώμη».
Ωστόσο, ο υπουργός δεν παρέλειψε να προβεί σε αντεπίθεση, κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ για υποκρισία, αναφερόμενος στο σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί» που χρησιμοποιήθηκε το 2015. Υπερασπίστηκε επίσης τη Νέα Δημοκρατία ως την «μεγάλη αστική παράταξη» που «στήριξε τη δημοκρατία και έβαλε τη χώρα στην Ευρώπη».
Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές:
- Το ΠΑΣΟΚ έκανε λόγο για «τοξικό διχασμό που καλλιεργείται σκόπιμα» και χαρακτήρισε την Ομάδα Αλήθειας «σιτιζόμενη με ύποπτες διαδρομές χρήματος», κάνοντας λόγο για «μηχανισμό ψεύδους και προπαγάνδας του Μεγάρου Μαξίμου». Υπογράμμισε δε ότι «Πατριώτες είναι όλοι οι Έλληνες. Ο πατριωτισμός δεν είναι προνόμιο κανενός».
- Ο ΣΥΡΙΖΑ σε επίσημη ανακοίνωση χρησιμοποίησε τη βαρύγδουπη έκφραση «Χρυσή Αυγή με γραβάτα και κουστούμι στα πάνελ», ζητώντας από τις δημοκρατικές δυνάμεις να καταδικάσουν «τις αντιαριστερές εμμονές και τον ιστορικό αναθεωρητισμό που ξυπνά μετεμφυλιακά σύνδρομα». Ερμήνευσε επίσης την αναδημοσίευση από την Ομάδα Αλήθειας ως ένδειξη ότι τέτοιες απόψεις «αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα της ΝΔ».
Ανάλυση: Ο διχαστικός λόγος στο επίκεντρο και η ιστορική διάσταση
Το περιστατικό αυτό αναδεικνύει την επιμονή του διχαστικού λόγου στην ελληνική πολιτική σκηνή, θυμίζοντας εποχές έντονων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρά την πάροδο δεκαετιών από την εμφύλια σύγκρουση και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, φράσεις που αμφισβητούν την εθνική ταυτότητα με βάση την πολιτική τοποθέτηση επανέρχονται στην επικαιρότητα.
Στην παρούσα συγκυρία, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από κομματικούς μηχανισμούς για την ταχεία διάδοση (και ενίοτε παραμόρφωση) δηλώσεων, επιτείνει το πρόβλημα, καθιστώντας ακόμα πιο δύσκολο τον έλεγχο του δημόσιου διαλόγου. Η κουλτούρα των “viral” δηλώσεων φαίνεται να θυσιάζει την ουσία στον βωμό της άμεσης απήχησης και της κομματικής σκοπιμότητας.
Στην συζήτηση παρενέβη και η δημοσιογράφος Μαρία Αναστασοπούλου, χαρακτηρίζοντας τη δήλωση «γελοία και ανιστόρητη» και τονίζοντας ότι «το να γίνεσαι viral στην Ομάδα Αλήθειας έχει καταντήσει αυτοσκοπός». Η ίδια υπενθύμισε την αναγνωρισμένη αντιστασιακή δράση ανθρώπων της Αριστεράς, υπογραμμίζοντας ότι «δεν χρειάζεται πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης». Ο Άρης Πορτοσάλτε, ενώ συμφώνησε ως προς την υπερβολή της γενίκευσης, έφερε στο προσκήνιο “την απουσία των ηγετών [της Αριστεράς] από την κηδεία του Σαββόπουλου”, προσφέροντας μια διαφορετική οπτική στην ευρύτερη συζήτηση περί πατριωτισμού και εκφάνσεων της Αριστεράς.
Στην εκτίμηση του συντάκτη: Οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις από όλες τις πλευρές για αποφυγή του διχαστικού λόγου υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα για ένα πιο ώριμο πολιτικό κλίμα. Ωστόσο, η ίδια η φύση της πολιτικής αντιπαράθεσης, ιδίως σε προεκλογικές ή έντονα φορτισμένες περιόδους, συχνά οδηγεί σε οξύνσεις που δοκιμάζουν τα όρια της ανεκτικότητας και του σεβασμού στον αντίπαλο. Η διάκριση μεταξύ της κομματικής εκπροσώπησης και των προσωπικών απόψεων είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή παρερμηνειών και την διατήρηση της συνοχής του πολιτικού συστήματος.