Ένα ακόμη περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη για συστηματική ενημέρωση και προστασία των θυμάτων, καθώς και την αυτεπάγγελτη δράση της δικαιοσύνης σε αυτές τις ευαίσθητες υποθέσεις. Η πρόσφατη καταδίκη του 49χρονου πρώην συντρόφου της Τζίνας Αλιμόνου, μετά από περιστατικό στο σπίτι της ηθοποιού στα Βριλήσσια, υπογραμμίζει τους μηχανισμούς που ενεργοποιούνται, ακόμη και όταν το θύμα δεν επιδιώκει αρχικά την ποινική δίωξη, αλλά απλώς αναζητά προστασία.
Η Δικαστική Απόφαση και οι Περιοριστικοί Όροι
Το αυτόφωρο δικαστήριο επέβαλε στον 49χρονο ποινή φυλάκισης δέκα μηνών με αναστολή. Η απόφαση αυτή συνοδεύεται από αυστηρούς περιοριστικούς όρους, με στόχο την προστασία της παθούσας:
- Απαγόρευση προσέγγισης σε απόσταση μικρότερη των εκατό μέτρων από την Τζίνα Αλιμόνου.
- Απαγόρευση κάθε είδους επικοινωνίας με την ηθοποιό.
Αυτοί οι όροι είναι κοινή πρακτική σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και αποσκοπούν στην άμεση διαφύλαξη της ασφάλειας του θύματος, αποτρέποντας περαιτέρω επεισόδια ή παρενοχλήσεις.
Το Χρονικό του Επεισοδίου
Το περιστατικό έλαβε χώρα το βράδι του περασμένου Σαββάτου. Η Τζίνα Αλιμόνου, όπως κατέθεσε στο δικαστήριο, επικοινώνησε με τον πρώην σύντροφό της ζητώντας βοήθεια για το αυτοκίνητό της. Αρχικά, ο 49χρονος πήγε στο σπίτι της για να παραλάβει τα κλειδιά.
Ωστόσο, η συζήτηση εξελίχθηκε σε έντονο διαπληκτισμό, με τον κατηγορούμενο να επαναφέρει θέματα από το παρελθόν.
«Υπήρξε ένταση μεταξύ μας. Με χτύπησε δύο φορές ελαφρά στο πρόσωπο, αλλά δεν κάλεσα αμέσως την αστυνομία. Ειδοποίησα τον πατέρα του να τον απομακρύνει», δήλωσε η ηθοποιός στην κατάθεσή της.
Ακολούθως, ο 49χρονος επέστρεψε στο σπίτι της Αλιμόνου, όπου, σύμφωνα με την κατάθεση της ηθοποιού, της «πέταξε ένα βιβλίο». Τότε, η ηθοποιός κάλεσε την αστυνομία, όχι με πρόθεση την ποινική του δίωξη, αλλά ζητώντας «να του γίνει μια σύσταση».
Η Αυτεπάγγελτη Δίωξη: Ένας Μηχανισμός Προστασίας
Ανάλυση: Η περίπτωση της Τζίνας Αλιμόνου αναδεικνύει μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα: την αυτεπάγγελτη δίωξη. Σύμφωνα με τον νόμο 3500/2006 (περί αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας), τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας διώκονται αυτεπαγγέλτως. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και αν το θύμα δεν επιθυμεί την άσκηση ποινικής δίωξης, οι αρχές είναι υποχρεωμένες να κινηθούν νομικά μόλις λάβουν γνώση του περιστατικού. Αυτός ο μηχανισμός σχεδιάστηκε για να προστατεύει τα θύματα που συχνά, λόγω φόβου, εξάρτησης ή άλλων παραγόντων, διστάζουν να καταγγείλουν ή να επιμείνουν στην τιμωρία του θύτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όταν η Τζίνα Αλιμόνου κάλεσε την αστυνομία, οι δύο οδηγήθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίας Παρασκευής. Εκεί, κινήθηκε η αυτεπάγγελτη διαδικασία, η οποία οδήγησε και στην προσαγωγή του 49χρονου στο αυτόφωρο.
Η Άρνηση του Κατηγορουμένου και η Ερμηνεία των Γεγονότων
Ο 49χρονος αρνήθηκε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας στην απολογία του ότι «Δεν την χτύπησα, δεν θέλω να έχω επαφή μαζί της». Πρόσθεσε επίσης ότι «Για να μου άνοιξε την πόρτα, μάλλον δεν με θεωρεί επικίνδυνο. Δεν είχα καμία πρόθεση να δημιουργήσω πρόβλημα. Είχαμε καλή σχέση και αντιμετωπίζω προβλήματα υγείας».
Στην εκτίμηση του συντάκτη: Η άρνηση του κατηγορουμένου και η επίκληση της προηγούμενης «καλής σχέσης» ή προβλημάτων υγείας είναι συχνά επιχειρήματα σε τέτοιες υποθέσεις. Ωστόσο, η δικαστική απόφαση έλαβε υπόψη την κατάθεση της παθούσας και τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, καταλήγοντας στην καταδίκη. Η δήλωση της ηθοποιού ότι «Δεν ήξερα ότι η υπόθεση θα πάει αυτεπάγγελτα. Νόμιζα ότι θα του έκαναν απλώς μια σύσταση» αναδεικνύει την έλλειψη ενημέρωσης που ενδεχομένως υπάρχει ακόμη και σε επώνυμους πολίτες σχετικά με τις διατάξεις του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για συνεχή εκστρατεία ευαισθητοποίησης.
Ο Ρόλος των Media και η Δημοσιότητα
Η υπόθεση, λόγω της δημοσιότητας της Τζίνας Αλιμόνου, έλαβε άμεση κάλυψη στα μέσα ενημέρωσης.
Η ίδια η ηθοποιός, σε δηλώσεις της μετά το περιστατικό, ξεκαθάρισε ότι «Δεν υπήρξε σοβαρός τραυματισμός ούτε χρήση όπλου. Ήταν μια έντονη στιγμή, τίποτα περισσότερο. Δεν με έχει χτυπήσει κανείς, δεν υπήρχε όπλο. Απλώς ήθελα αυτός ο άνθρωπος να φύγει». Αυτή η διευκρίνιση, αν και μπορεί να αποσκοπούσε στην απομείωση της βαρύτητας του περιστατικού εν όψει της επωνυμίας της, δεν ακυρώνει τη νομική του διάσταση ούτε το γεγονός της άσκησης βίας, ανεξαρτήτως του βαθμού της.
Μετά την απόφαση του δικαστηρίου, ο πρώην σύντροφός της αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή, δεσμευμένος από τους περιοριστικούς όρους που του επιβλήθηκαν. Το περιστατικό αυτό αποτελεί μια υπενθύμιση ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν κάνει διακρίσεις ως προς την κοινωνική θέση ή το φύλο των εμπλεκομένων και απαιτεί συνεχή εγρήγορση και εφαρμογή του νόμου για την εμπέδωση ενός περιβάλλοντος ασφάλειας και δικαιοσύνης.