Μία φιλία χρόνων, αυτή μεταξύ του Δημήτρη Ουγγαρέζου και του Γιάννη Τσιμιτσέλη, φαίνεται να περνάει δοκιμασία εξαιτίας επαγγελματικών επιλογών και της δημόσιας κριτικής που ακολούθησε.
Η εκπομπή «Όπου Υπάρχει Ελλάδα» και η κριτική του Ουγγαρέζου
Η πρόσφατη απόφαση του Γιάννη Τσιμιτσέλη να αναλάβει την παρουσίαση της εκπομπής «Όπου Υπάρχει Ελλάδα» στην ελληνική τηλεόραση, πυροδότησε μια σειρά αντιδράσεων. Ο Δημήτρης Ουγγαρέζος, στενός φίλος του ηθοποιού για χρόνια, εξέφρασε δημόσια την απογοήτευσή του μέσα από την εκπομπή του, Buongiorno, το πρωί της Παρασκευής 19 Σεπτεμβρίου. Η κριτική του εστιάστηκε στην καταλληλότητα ενός ηθοποιού να συντονίζει δημοσιογραφική εκπομπή, ένα θέμα που έχει απασχολήσει έντονα τον δημοσιογραφικό κόσμο και την ΕΣΗΕΑ.
Οι δηλώσεις του Γιάννη Τσιμιτσέλη και η αντίδραση
Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης, σε παλαιότερες δηλώσεις του στην εκπομπή της Φαίης Σκορδά, είχε αναφερθεί στην αγωνία του για την πρώτη εκπομπή, επισημαίνοντας τη δυσκολία προσαρμογής του ως ηθοποιού στο τηλεοπτικό φορμάτ που απαιτεί άμεση οπτική επαφή με την κάμερα. Ακόμα, σχολίασε τη στάση της ΕΣΗΕΑ, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Έχω παρακολουθήσει τι έγινε με την ΕΣΗΕΑ, όπου με έβαλε σε μια πιο ανάλαφρη προσέγγιση. Δεν πειράζει, εγώ δεν είμαι στην ΕΣΗΕΑ. Κάνει τη δουλειά της και προστατεύει τα μέλη της. Και πολύ καλά κάνει. Αν δεν υπήρχε η ΕΣΗΕΑ, ο κλάδος σας θα είχε μεγάλο πρόβλημα.»
Σε ό,τι αφορά στην αποχώρηση της Ευλαμπίας Ρέβη από την εκπομπή, ο Τσιμιτσέλης δήλωσε: «Και εγώ θεωρούσα ότι η Ευλαμπία Ρέβη θα είναι στην εκπομπή, αλλά τις τελευταίες ημέρες άλλαξε αυτό το πράγμα. Στο γραφείο πηγαίνει κανονικά, γιατί υπάρχει μια σύμβαση με το κανάλι. Δεν έχω επικοινωνία, γιατί είναι κάτι που με αφορά έμμεσα. Δεν έχω κάνει κάτι εγώ. Δεν έχουν κάποια αντιδικία με μένα».
Η απάντηση του Δημήτρη Ουγγαρέζου και η ρήξη στη φιλία
Ο Δημήτρης Ουγγαρέζος, επανερχόμενος στο θέμα, εξέφρασε την προσωπική του άποψη με ιδιαίτερη ένταση: «Εγώ ούτε τιμωρός είμαι, ούτε συνδικαλιστής είμαι και δεν ξέρω και πώς τα κανόνισαν. Αλλά επειδή εδώ με ακουμπάει προσωπικά το συγκεκριμένο θέμα, ούτε πρόθεση έχω να είμαι ο τιμωρός, ούτε ο δικαστής της ελληνικής τηλεόρασης. Μου έστειλε ένα μήνυμα προχθές ο Γιάννης. Είχα πει ότι ο Γιάννης είναι ταλαντούχος, είναι φίλος μου, πως ό,τι έχει κάνει, το έχει κάνει καλά σε επίπεδο ψυχαγωγίας, για να μπορέσω και να μου επιτρέψει και ο Γιάννης να πω μια κριτική αρνητική. Η οποία ποια ήταν; Ότι δεν θεωρώ ότι ένας ηθοποιός, ο Γιάννης ή ο οποιοσδήποτε ακόμη κι αν είναι φίλος μου, δεν είναι όλοι για όλα και ούτε είναι σωστό να συντονίζει δημοσιογράφους. Αυτό είπα και επιμένω.»
Ο Ουγγαρέζος αποκάλυψε μάλιστα ότι η προσπάθειά του να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Γιάννη Τσιμιτσέλη, μετά από ένα μήνυμα που του είχε στείλει ο τελευταίος, έμεινε αναπάντητη. «Γιάννη μου, σου απάντησα, δεν διάβασες ούτε μου απάντησες ποτέ στα μηνύματα. Δεν ξέρω τι φίλος είσαι, που στέλνεις ένα μήνυμα, σε παίρνω τηλέφωνο, γιατί οι φίλοι παίρνουν τηλέφωνο, δεν στέλνουν ένα μήνυμα και πηγαίνουν μετά για ύπνο. Έστειλες ένα μήνυμα, σε πήρα τηλέφωνο, δεν το σήκωσες, σου έστειλα και ηχητικά, σου έστειλα και γραπτό, δεν τα διάβασες ποτέ. Δεν ξέρω τι σκ…τά φιλία είναι αυτή, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτή είναι η γνώμη μου και δεν το λέω από αντίδραση. Σε αγαπώ, σε εκτιμώ πάρα πολύ επαγγελματικά, αλλά η γνώμη μου είναι ότι ηθοποιός δεν μπορεί να συντονίσει δημοσιογραφική εκπομπή. Για μένα “τρέχει” από εδώ και πέρα, δεν συμπεριφέρονται έτσι οι φίλοι. Γιάννη, άκου με πάρα πολύ καλά. Σου έχω γράψει κι άλλα, άκου και τα άλλα που έχεις κάνει όλο το χρόνο και δεν σου έχω πει τίποτα.»
Ευρύτερες προεκτάσεις: Ηθική και Επαγγελματική Δεοντολογία
Η δημόσια αυτή αντιπαράθεση αναδεικνύει ένα ευαίσθητο ζήτημα στον χώρο των media: την επαγγελματική δεοντολογία και τα όρια των ρόλων μεταξύ διαφορετικών επαγγελμάτων. Η ΕΣΗΕΑ, ως θεσμικός φορέας, έχει επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή της στη στελέχωση ενημερωτικών ή δημοσιογραφικών εκπομπών από μη δημοσιογράφους, υπερασπιζόμενη την ακεραιότητα του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και την ποιότητα της ενημέρωσης. Η περίπτωση Τσιμιτσέλη-Ουγγαρέζου, πέρα από την προσωπική τους διάσταση, φέρνει εκ νέου στην επιφάνεια τον διάλογο για το ποιος είναι ο κατάλληλος να αναλαμβάνει συγκεκριμένους ρόλους στην ελληνική τηλεόραση, ειδικά όταν αυτοί άπτονται της ενημέρωσης και του συντονισμού δημοσιογραφικού έργου. Η συζήτηση αυτή αφορά όχι μόνο την τηλεοπτική ψυχαγωγία, αλλά και την αξιοπιστία των μέσων και την παροχή έγκυρης πληροφόρησης στο κοινό.